- κεύθῃς
- κεύθωcustospres subj act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κεύθηις — κεύθῃς , κεύθω custos pres subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοκευθής — μεγαλοκευθής, ές (Α) αυτός που περικλείει πολλά μέσα του («μεγαλοκευθεῑς θάλαμοι», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + κευθής (< κεύθος < κεύθω), πρβλ. παγ κευθής] … Dictionary of Greek
μελαγκευθής — μελαγκευθής, ές (Α) 1. ο κρυμμένος στο σκοτάδι, μαύρος, σκοτεινός («μελαγκευθὲς εἴδωλον ἀνδρός», Βακχυλ.) 2. αυτός που εμπεριέχει μαύρο χρώμα («μελαγκευθὲς νέφος», Βακχυλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + κευθής (< κεῦθος < κεύθω «κρύβω»),… … Dictionary of Greek
παγκευθής — παγκευθής, ές (Α) 1. (με ενεργ σημ.) αυτός που κρύβει τα πάντα («τὰν παγκευθῆ κάτω νεκρών πλάκα», Σοφ. 2. (με παθ. σημ.) ολωσδιόλου κρυμμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + κευθής (< κεῦθος < κεύθω «κρύβω»), πρβλ. μελαγ κευθής] … Dictionary of Greek
πολυκευθής — ές, Α αυτός που κρύβει πολλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κευθής (< κεῦθος, τὸ «κρυψώνας»), πρβλ. μεγαλο κευθής] … Dictionary of Greek
υποκευθής — ές, Α (κατά τον Ησύχ.) «ὁ ὑποκεκρυμμένος». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + κευθής (< κεῦθος < κεύθω «καλύπτω, κρύβω»), πρβλ. μεγαλο κευθής] … Dictionary of Greek